- υπνωτήριο
- το, Νυπνοδωμάτιο, θάλαμος ύπνου για πολλά άτομα.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπνώνω + κατάλ. -τήριο*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπνωτήριο — το κοιτώνας για πολλά άτομα σε πλοίο, στρατώνα, οικοτροφείο κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοιμητήρι — και κοιμητήριο(ν), το (AM κοιμητήριον, Μ και κοιμηντήριον και κοιμητήρι και κοιμητήριν) [κοιμώμαι] το νεκροταφείο|| μσν. τάφος, μνήμα αρχ. τόπος για ύπνο, υπνωτήριο, κοιτώνας, υπνοδωμάτιο … Dictionary of Greek
κοιτάριος — ία, ον (AM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιτάριον μικρός θάλαμος, κοιτώνας, υπνωτήριο αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοίτη, στην κλίνη («κοιτάριαι σινδόνες») 2. το ουδ. ως ουσ. μικρή κλίνη, κρεβατάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοίτη + κατάλ. άριος… … Dictionary of Greek